δεδημοσιευμένα

δεδημοσιευμένα
δημοσιεύω
make public
perf part mp neut nom/voc/acc pl
δεδημοσιευμένᾱ , δημοσιεύω
make public
perf part mp fem nom/voc/acc dual
δεδημοσιευμένᾱ , δημοσιεύω
make public
perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δεδημοσιευμένας — δεδημοσιευμένᾱς , δημοσιεύω make public perf part mp fem acc pl δεδημοσιευμένᾱς , δημοσιεύω make public perf part mp fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Неканонические книги Священного Писания — книги, не внесенные церковью в канон (см.), как по происхождению не боговдохновенные, но присоединенные к нему в кодексах Библии, как полезные для благочестия, назидательные, церковные. Они существуют только в ветхозаветной Библии и по времени… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • δημοσιεύω — (AM δημοσιεύω) [δημόσιος] καθιστώ κάτι γνωστό στο κοινό νεοελλ. 1. ανακοινώνω, καθιστώ κάτι ευρύτερα γνωστό μέσω τού Τύπου («δημοσίευσε στις εφημερίδες το πολιτικό του πρόγραμμα», «δημοσιεύουν οι εφημερίδες το κείμενο τού νόμου») 2. καταχωρίζω σε …   Dictionary of Greek

  • δεδημοσιευμέναι — δημοσιεύω make public perf part mp fem nom/voc pl δεδημοσιευμένᾱͅ , δημοσιεύω make public perf part mp fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”